- φωτεινότερος
- φωτεινόςshiningmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαάντερος — έρα, ον, Α (επικ. τ.) (συγκριτ. τού φαεινός) φωτεινότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φăᾱν τερος (< *φαFεντερος, με διέκταση, πρβλ. φόως: φῶς*) έχει σχηματιστεί από ένα θ. *φαF εν , παρλλ. τού σιγμόληκτου *φαFεσ τής λ. φάος / φῶς* (για τις μορφές αυτές τού … Dictionary of Greek
ԼՈՒՍԱՒՈՐԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 1 0900 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 11c, 12c ա. φωτεινότερος lucidior. Առաւել լուսաւոր. պայծառագոյն. *Զի՞նչ լուսաւորագոյն քան զարեգակն. Սիրաք. ՟Ժ՟Է. 30: Իգն.: *Զի քեզ լուսաւորագոյնընդելուցանիցես… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)